τεινεσμός

τεινεσμός
και τηνεσμός, ο, ΝΑ
τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό τού αντίστοιχου σφιγκτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. τού ενεστ. τού ρ. τείνω με επίθημα -εσμός, πιθ. αναλογικά προς το πιεσμός. Η γρφ. τηνεσμός παραμένει δυσερμήνευτη και είναι πιθ. εσφαλμένη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεινεσμός — a vain endeavour to evacuate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμοῖς — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμοί — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμοῦ — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμούς — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμῶν — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεινεσμόν — τεινεσμός a vain endeavour to evacuate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tenesmo — (Del gr. tenesmos, sensación dolorosa en los intestinos.) ► sustantivo masculino MEDICINA Sensación dolorosa y escozor producido por la irritación de los esfínteres. SINÓNIMO pujo * * * tenesmo (del lat. «tenesmus», del gr. «teinesmós») m. Med.… …   Enciclopedia Universal

  • τεινεσμώδης — και τηνεσμώδης, ῶδες, Α [τεινεσμός] αυτός που προέρχεται από τεινεσμό (α. «προθυμίαι τεινεσμώδεις», Αρετ.). επίρρ... τεινεσμωδῶς με συμπτώματα τεινεσμού …   Dictionary of Greek

  • τηνεσμός — ὁ, Α βλ. τεινεσμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”